αδιαλόγιστος

αδιαλόγιστος
-η, -ο (ΑΜ ἀδιαλόγιστος, -ον) [διαλογίζομαι]
αυτός που δεν συλλογίζεται, ασυλλόγιστος, ασύνετος, απερίσκεπτος, ανόητος
νεοελλ.
1. αιφνίδιος, ξαφνικός, απρόοπτος
2. ανυπολόγιστος, πολύς, μεγάλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀδιαλόγιστος — unreasoning masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιαλόγιστος — η, ο ασυλλόγιστος, αστόχαστος: Μίλησε κάμποση ώρα, αλλά αυτά που είπε ήταν πράγματα αδιαλόγιστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”